Παράγοντες κινδύνου και
στρατηγικές πρόληψης
στην άνοια
Το αναμφισβήτητο επίτευγμα της σύγχρονης εποχής είναι η
αύξηση του προσδόκιμου ζωής, γεγονός το οποίο αλλάζει την
ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού και δημιουργεί καινούργια
κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα. Εκτιμάται πως μέχρι το 2050
ο παγκόσμιος πληθυσμός άνω των 60 ετών θα ξεπερνά τα δυο
δισεκατομμύρια, μεταβάλλοντας σημαντικά την έως τώρα
γνωστή πληθυσμιακή πυραμίδα. Ολόκληρη η ανθρωπότητα,
αλλά και κάθε χώρα ξεχωριστά καλείται να αντιμετωπίσει τις
συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, αναδιαμορφώνοντας
τις πολιτικές της προκειμένου να αποτραπεί το φαινόμενο
του αποκλεισμού των ηλικιωμένων ατόμων. Ο επιπολασμός
της άνοιας μετά τα 60 έτη πολλαπλασιάζεται περίπου ανά
πενταετία και φαίνεται να ξεπερνά το 20% στους άνω των
85 ετών. Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί τη συχνότερη μορφή
άνοιας, καθώς ευθύνεται για τις περισσότερες από τις μισές
περιπτώσεις άνοιας. Χαρακτηρίζεται από βαθμιαία έκπτωση
της μνήμης, αρχικά της πρόσφατης μνήμης και αργότερα της
απώτερης, καθώς και άλλων γνωστικών λειτουργιών, όπως η
συγκέντρωση, η κρίση, ο λόγος και η οπτικοχωρική λειτουργία.
Επιπλέον παρατηρείται έκπτωση στη λειτουργικότητα του
ατόμου, αρχικά στις σύνθετες δραστηριότητες καθημερινής
ζωής και αργότερα στις πιο βασικές. Η νόσος δύναται να
περιπλέκεται με νευροψυχιατρικά συμπτώματα, ενώ οδηγεί σε
αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών του ατόμου.
Στην Ελλάδα σύμφωνα και με την τελευταία επιδημιολογική
μελέτη (HELIAD) ο επιπολασμός της άνοιας κυμαίνεται γύρω
στο 5% με το 75,3% των περιστατικών να οφείλεται στη νόσο
Αλτσχάιμερ. Το κόστος της άνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο το
2010 ήταν 604 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να
αυξηθεί. Αν ήταν εφικτή η επιβράδυνση της έναρξης της νόσου
κατά 2 έτη, θα υπήρχαν 22 εκατομμύρια λιγότεροι ασθενείς
παγκοσμίως.
Τα παραπάνω δεδομένα καθιστούν επιτακτική την ανάγκη
σχεδιασμού στρατηγικών πρόληψης. Άλλωστε η βιβλιογραφία
σχετικά με την πρόληψη της άνοιας έχει αυξηθεί κατά πολύ
τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο παραμένει ένα ακανθώδες
ερευνητικό θέμα. Πρόσφατα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
δημοσίευσε συμπεράσματα και κατευθυντήριες οδηγίες
αναφορικά με την πρόληψη της άνοιας, επισημαίνοντας τους
βασικούς άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να στηριχτούν οι
στρατηγικές πρόληψης.
Καθοριστικής σημασίας είναι ο έλεγχος των καρδιαγγειακών
παραγόντων κινδύνου, ενώ η διατροφή, η άσκηση καθώς και
άλλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως η προσωπικότητα και
η κοινωνική συναναστροφή διαδραματίζουν επίσης σημαντικό
ρόλο.
Συνοψίζοντας τα δεδομένα που αφορούν στους
καρδιοαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, η υπέρταση στη μέση ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο για άνοια και κυρίως για αγγειακή
άνοια, ενώ η υπέρταση, η παχυσαρκία και η δυσλιπιδαιμία
στην τρίτη ηλικία δεν φαίνεται να σχετίζονται ιδιαίτερα με την
επίπτωση της άνοιας. Ωστόσο, αρκετά συχνά παρατηρείται
μείωση της αρτηριακής πίεσης, του δείκτη μάζας σώματος
και της ολικής χοληστερόλης λίγα χρόνια πριν την κλινική
εκδήλωση της άνοιας, γεγονός που υποδηλώνει ότι αποτελούν
και προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση της άνοιας και
ιδιαίτερα για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Ο σακχαρώδης διαβήτης στην
τρίτη ηλικία (και πιθανώς και στη μέση ηλικία) σχετίζεται με
αυξημένο κίνδυνο για όλους τους τύπους άνοιας και κυρίως
της αγγειακής άνοιας. Επιπλέον, ιδιαίτερο ρόλο έχουν η
παχυσαρκία και η δυσλιπιδαιμία στη μέση ηλικία, παράγοντες
που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για άνοια και νόσο
Αλτσχάιμερ. Τέλος, ο κίνδυνος εμφάνισης άνοιας στο γενικό
πληθυσμό μπορεί να τροποποιηθεί μέσω της ενθάρρυνσης της
διακοπής του καπνίσματος. Τα παραπάνω στοιχεία συνοψίζονται
σε μία φράση: «ότι κάνει καλό στην καρδιά, κάνει καλό και στον
εγκέφαλο».
Όλα αυτά τα δεδομένα είναι σημαντικά τόσο στην κατανόηση
των μηχανισμών δράσης, όσο και στο σχεδιασμό στρατηγικών
πρόληψης. Η ύπαρξη ισχυρής συσχέτισης μεταξύ σακχαρώδους
διαβήτη και της υπέρτασης με την άνοια μπορεί να συμβάλει
στην πρόληψη της, διαμορφώνοντας πιο αποτελεσματικές
ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις και στρατηγικές με στόχο την
ανίχνευση και τον έλεγχο των δύο αυτών παραγόντων. Είναι
μία προσπάθεια που αφορά σε όλο τον κόσμο και κυρίως τις
χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος όπου παρατηρείται
αύξηση του επιπολασμού του σακχαρώδους διαβήτη και της
υπέρτασης, κυρίως λόγω αλλαγής του τρόπου ζωής. Επίσης η
παχυσαρκία η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα κινδύνου
για υπέρταση και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, θα πρέπει να
αποτελεί σημαντικό στόχο σε προγράμματα πρωτογενούς
πρόληψης.
Στο θέμα της διατροφής, πολλές μελέτες τονίζουν την
προστατευτική δράση διαφόρων θρεπτικών συστατικών όπως
ω-3 λιπαρών οξέων, διαφόρων βιταμινών, φλαβονοειδών,
αντιοξειδωτικών, όμως τα δεδομένα φαίνεται να είναι
αντικρουόμενα με πιθανή αιτία την εξέταση των διατροφικών
στοιχείων μεμονωμένα και όχι ως μέρη μιας συνολικής
δίαιτας. Όσον αφορά στην Μεσογειακή διατροφή τα δεδομένα
υποδηλώνουν ότι πιθανώς να σχετίζεται με μειωμένη
πιθανότητα για εμφάνιση άνοιας. Επομένως, η προσκόλληση
σε υγιεινά πρότυπα διατροφής όπως η Μεσογειακή διατροφή
μπορεί να αποτελεί στρατηγική παρέμβασης με στόχο την
πρόληψη της άνοιας.
Η φυσική άσκηση αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην
πρόληψη αλλά και στη θεραπευτική αντιμετώπιση της άνοιας,
συμβάλλοντας στην υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, όπως και
στη βελτίωση της υγείας και της καθημερινότητας των ατόμων με
άνοια. Η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και η μείωση της
συχνότητας της παχυσαρκίας στο γενικό πληθυσμό, θεωρούνται
εξίσου σημαντικές στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας.
Από τα υπάρχοντα δεδομένα φαίνεται ότι η άσκηση αποτελεί
αποτελεσματική, ασφαλή και χαμηλού κόστους ψυχοκοινωνική
παρέμβαση για την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη
της άνοιας. Ωστόσο, απαραίτητη είναι η διεξαγωγή περαιτέρω
ερευνών για τον ακριβή καθορισμό των χαρακτηριστικών (ένταση,
διάρκεια) και το είδος της κατάλληλης άσκησης. Επίσης για την
αξιολόγηση του κατά πόσο η επίπτωση της άνοιας μειώνεται
μέσα από τη συμμετοχή σε φυσική άσκηση, απαιτούνται μελέτες
οι οποίες να χρησιμοποιούν παρεμβάσεις με ποικίλες ασκήσεις
και μεγάλο δείγμα ατόμων.
Στοιχεία προσωπικότητας όπως η βιωματική ευρύτητα (openness to experience) και η ευσυνειδησία (conscientiousness)
σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση άνοιας. Αντίθετα
βιωματικά γνωρίσματα από τη διάσταση του νευρωτισμού (neuroticism), η κατάθλιψη, το άγχος η εχθρότητα στις διαπροσωπικές
σχέσεις και η ευαλωτότητα σε ψυχοπιεστικούς παράγοντες
σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση άνοιας.
Περαιτέρω έρευνες απαιτούνται για την αξιολόγηση των πιθανών
βαθύτερων μηχανισμών στη σχέση μεταξύ χαρακτηριστικών
προσωπικότητας και της επίπτωση της νόσου Αλζτσχάιμερ καθώς
επίσης και πώς τα στοιχεία της προσωπικότητας μπορούν να
προάγουν την ανθεκτικότητα απέναντι στην άνοια.
Ο ρόλος των κοινωνικών επαφών, της εκπαίδευσης και της
νοητικής άσκησης είναι σημαντικός καθότι η έκθεση σε ποικίλα
ερεθίσματα ζωής, η υψηλή και σε μικρή ηλικία εκπαίδευση,
η εργασιακή απασχόληση καθώς και άλλοι παράγοντες που
σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, όπως συμπεριφορές που
ασκούν τις γνωστικές λειτουργίες, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Ο
προστατευτικός τους ρόλος επιτυγχάνεται μέσω του γνωστικού ερεθισμού του ατόμου, προάγοντας την φροντίδα εαυτού και την
κατανόηση των αναγκών που σχετίζονται με την υγεία καθώς
και μέσα από ενθάρρυνση για θετική διάθεση και καλύτερη
ποιότητα ζωής. Το γνωστικό απόθεμα μπορεί να αλλάξει κατά
τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου και εξαρτάται από τα βιώματα
και την έκθεση του σε ερεθίσματα. Με βάση την ιδέα αυτή μια
υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι η έγκαιρη αξιολόγηση των
παραγόντων κινδύνου και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί
να είναι ωφέλιμες στην πρόληψη ή στην καθυστέρηση της
γνωστικής έκπτωσης και της νόσου Αλτσχάιμερ.
Συνοψίζοντας, οι σαφώς διαπιστωμένοι παράγοντες κινδύνου
για άνοια και νόσου Αλτσχάιμερ είναι η γενετική προδιάθεση
και η αύξηση της ηλικίας που είναι μη τροποποιήσιμοι. Ωστόσο,
λαμβάνοντας υπόψιν την παρουσία και τροποποιήσιμων
παραγόντων κινδύνου, θα ήταν ωφέλιμο να υιοθετούμε
συγκεκριμένες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, όπως
να αποφεύγουμε το κάπνισμα, να προλαμβάνουμε ή να
θεραπεύουμε καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα
όπως υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, παχυσαρκία και σακχαρώδη
διαβήτη ήδη από τη μέση ή νεαρή ηλικία, να ακολουθούμε την
Μεσογειακή διατροφή, να είμαστε πνευματικά, κοινωνικά και
σωματικά δραστήριοι, να επιδιώκουμε υψηλή εκπαίδευση να
προάγουμε τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς μας και να
εστιάζουμε στη βελτίωση των αρνητικών ή των στοιχείων που
επιδέχονται βελτίωσης.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς αλλά
ποτέ δεν είναι και πολύ αργά για να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής
και να βελτιώσουμε την ποιότητά της, μειώνοντας τον κίνδυνο
εμφάνισης άνοιας. Εντατικές μελέτες είναι σε εξέλιξη ως προς
το θέμα αυτό και τα επόμενα έτη ελπίζουμε να μας δώσουν όχι
μόνο αποτελεσματικότερες θεραπείες αλλά και καλύτερες
στρατηγικές πρόληψης της άνοιας.
Ανοσοθεραπεία και Νόσος Αλτσχάιμερ: Πώς φτάσαμε ως εδώ και πως διαγράφεται το μέλλον
Oι προσπάθειες των επιστημόνων να καταπολεμήσουν τη νόσο Αλτσχάιμερ ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό μας σύστημα (ανοσοθεραπεία) είναι συνεχείς και πλούσιες σε σημαντικά αποτελέσματα. Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο περιοδικό Nature τα αποτελέσματα νέας μελέτης που αφορούν στην αποτελεσματικότητα ενός καινούργιου φαρμάκου στην αναχαίτιση της γνωστικής έκπτωσης στη νόσο Αλτσχάιμερ. Το Aducanumab, είναι ένα αντίσωμα κατασκευασμένο από τη φαρμακευτική εταιρεία Biogen. Η προέλευσή του είναι μοναδική, αφού προήλθε από υγιή άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που φαίνεται να έχουν κάποια φυσική αντίσταση στη νόσο Αλτσχάιμερ, συνδέεται και καθαρίζει συστάδες β-αμυλοειδούς από τον εγκέφαλο των συμμετεχόντων. Το β-αμυλοειδές είναι μια πρωτεΐνη που η παθολογική της συσσώρευση στον εγκέφαλο συνδέεται άμεσα με την παθογένεια της νόσου Αλτσχάιμερ.
Η κλινική μελέτη διήρκεσε 1 χρόνο και 165 συμμετέχοντες με ήπια γνωστική εξασθένηση ή άνοια τύπου Αλτσχάιμερ πήραν είτε το μονοκλωνικό αντίσωμα σε δόσεις από 1-10mg/kg είτε εικονικό φάρμακο. Μετά από 54 εβδομάδες, η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων αποκάλυψε ότι εκείνοι που είχαν λάβει το φάρμακο είχαν λιγότερες εναπο- θέσεις β-αμυλοειδούς και μάλιστα όσο υψηλότερη ήταν η δόση του φαρμάκου που είχαν λάβει, τόσο μεγαλύτερη ήταν η μείωση του β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, όμως ακόμα περισσότερο σημαντική είναι η πιθανή ωφέλεια σε γνωστικό επίπεδο, που φαίνεται να είχαν οι συμμετέχοντες με ήπια συμπτώματα της νόσου, αφού ειδικά αυτοί που πήραν τη μεγαλύτερη δόση των 10 mg, παρουσίασαν στα τεστ μνήμης μείωση του ρυθμού της γνωστικής έκπτωσης σε σχέση με εκείνους που έλαβαν χαμηλότερες δόσεις ή έλαβαν το εικονικό φάρμακο.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που η ελάτ- τωση της ποσότητας του β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο συσχετίστηκε με έστω και μικρή κλινική βελτίωση. Σημαντικές, όμως, είναι και οι παρενέργειες αφού 40 ασθενείς αποσύρθηκαν από τη μελέτη λόγω παρενεργειών, όπως μικρές αιμορραγίες και οίδημα του εγκεφάλου.
Η προσπάθεια των επιστημόνων να καταπολεμήσουν την όσο Αλτσχάιμερ με τη βοήθεια του ανοσοποιητικού συστήματος ξεκινάει από την δεκαετία του 1990, όταν δοκιμές σε γενετικά τροποποιημένα πειραματόζωα, έδειξαν ότι ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήταν εφικτό να εξαλειφθούν οι συσσωρευμένες πλάκες αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους, αλλά και να προληφθεί ο περαιτέρω σχηματισμός νέων. Έτσι ξεκίνησε μια «κούρσα» από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες για την παραγωγή εμβολίου που να όπλιζε και το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων με αντισώματα έναντι των τοξικών πλακών β-αμυλοειδούς. Δυστυχώς τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, αφού οι πρώτες κλινικές μελέτες σε ανθρώπους έδειξαν σημαντικές παρενέργειες και οδήγησαν στη διακοπή τους.
Ακολούθησαν νέες προσπάθειες και το 2008 είχαμε την πρώτη δημοσίευση για ένα νέο μονοκλωνικό αντίσωμα από την φαρμακευτική εταιρεία Lilly, το Solanezumab, το οποίο κατάφερε να περάσει με επιτυχία τις αυστηρές προδιαγραφές ασφαλούς χορήγησης σε ανθρώπους. Ο αγώνας τώρα τον ερευνητών άρχισε να κινείται σε ένα άλλο πεδίο. Πότε έπρεπε να δίνεται το φάρμακο για να είναι αποτελεσματικό; Μήπως η αποτελεσματικότητά του είναι συνδεδεμένη με τα πιο πρώιμα στάδια της νόσου;
Γνωρίζουμε πλέον ότι η νόσο Αλτσχάιμερ ξεκινάει ως βιολογική διεργασία με τη συσσώρευση των πλακών β-αμυλοειδούς πολύ πριν την κλινική εμφάνιση της τυπικής εξασθένησης της μνήμης και των άλλων συμπτωμάτων. Οι νέες κλινικές μελέτες που διεξάγονται ήδη και τα αποτελέσματά τους αναμένονται να ανακοινωθούν σύντομα θα μας δώσουν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Πηγή: Nature Βασίλειος Λύρας Νευρολόγος
«Μπορεί η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση να επηρεάσει τη μνήμη;»
Μεγάλη συζήτηση γίνεται στην επιστημονική κοινότη- τα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση ως παρέμβαση για την πρόληψη της εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ σε γυναίκες άνω των 70 ετών. Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε μελέτες παρατήρησης που έδειξαν σημαντική αύξηση της συχνότητας εμφάνισης της νόσου στις γυναίκες αυτές, πιθανόν λόγω των χαμηλότερων επιπέδων οιστρογόνων μετά την εμ- μηνόπαυση. Οι ερευνητές πίστευαν ότι τα οιστρογόνα είχαν ευεργετική επίδραση στη μνήμη και τη νόηση, αλλά μόνο αν χορηγούνταν στην ενδεδειγμένη χρο- νικά στιγμή, δηλαδή αμέσως μετά την εμμηνόπαυση (timing hypothesis).
Το τοπίο προσπάθησε να ξεδιαλύνει μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο περιοδικό Neurology. Ένα δείγμα 567 γυναικών, ηλικίας 41-84 ετών, χωρίστηκε σε 2 ομάδες. Στην ομάδα Α εντάχθη- καν οι γυναίκες που είχαν μπει στην εμμηνόπαυση τα τελευταία 6 χρόνια και στην ομάδα Β γυναίκες που είχαν μπει τουλάχιστον 10 χρόνια πριν. Στους συμμε- τέχοντες χορηγήθηκε είτε αγωγή με οιστραδιόλη είτε εικονικό φάρμακο για περίπου 5 χρόνια και υποβλή- θηκαν σε νευροψυχολογική αξιολόγηση στην αρχή, στο μέσο και στο τέλος της θεραπείας.
Η μελέτη έδειξε πως η χορήγηση οιστραδιόλης για μια περίοδο 5 ετών δεν βελτίωσε τη μνήμη σε καμία από τις 2 ομάδες, αλλά ούτε και την επιδείνωσε. Επομένως θα μπορούσε να χορηγείται σε γυναίκες με αγγειοκι- νητικά συμπτώματα ή που ανησυχούν για εμφάνιση οστεοπόρωσης, χωρίς να έχει αρνητική επίδραση στη γνωστική τους λειτουργία. Επιπλέον, όπως δηλώνει ο Victor W. Hendersen του Πανεπιστημίου του Στάν- φορντ, η μελέτη απέτυχε να επιβεβαιώσει την timing hypothesis.
Παρ’ όλα αυτά αφορούσε μόνο ένα συγκεκριμένο εί- δος οιστρογόνου, την οιστραδιόλη, το δείγμα ήταν πε- ριορισμένο και δεν συμπεριλήφθηκαν σε αυτό γυναίκες με ήπια γνωσιακή διαταραχή ή άνοια. Όπως λοιπόν σημειώνουν και οι μελετητές, χρειάζονται περαιτέρω έρευνες για να εξάγουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Β. Λύρας - Νευρολόγος (Πηγή: Neurology)
Φαρμακευτική κάνναβη & άνοια
Η δημοσίευση του νόμου για την φαρμακευτική κάνναβη (Ν. 4523/2018), είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σχετικά με τα προϊόντα που προέρχονται από την κάνναβη. Επιπλέον, υπάρχει πληθώρα άρθρων σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, που υποστηρίζουν ότι η κάνναβη ή κάποια από τα συστατικά της (τα λεγόμενα κανναβινοειδή THC και CBD) μπορεί να βοηθήσουν στην πρόληψη ή τη θεραπεία της άνοιας. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, το ενδιαφέρον για τις θεραπευτικές επιδράσεις της κάνναβης ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, με τη χρήση της κάνναβης ως φαρμακευτικό σκεύασμα σε ασθενείς με διαφόρων ειδών παθήσεις. Το 1996 οι πολιτείες της Αριζόνα και της Καλιφόρνια θεσμοθέτησαν για πρώτη φορά τη χρήση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς. Μέχρι το 2016, 28 χώρες είχαν νομιμοποιήσει την ιατρική χρήση της κάνναβης, ενώ 8 χώρες νομιμοποίησαν τόσο την ιατρική όσο και την ψυχαγωγική χρήση της κάνναβης. Μια πρόσφατη έρευνα στις Η.Π.Α έδειξε ότι μεταξύ των σημερινών ενηλίκων χρηστών κάνναβης, το 10,5% ανέφερε ότι κάνει χρήση αποκλειστικά για ιατρικούς σκοπούς και το 46,6% ανέφερε ότι κάνει ιατρική και ψυχαγωγική χρήση. Σήμερα η χρήση ιατρικής κάνναβης επιτρέπεται σε διάφορες μορφές καρκίνου, στο AIDS, στη σκλήρυνση κατά πλάκας, στο γλαύκωμα, σε κάποιες μορφές επιληψίας και στον χρόνιο πόνο. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες επιτρέπεται η χρήση της για τη θεραπεία οποιασδήποτε ασθένειας για την οποία ενδέχεται να παρέχει ανακούφιση στον ασθενή. Δεδομένης της σταδιακής απελευθέρωσης των νόμων για την κάνναβη, ο αριθμός των χωρών που νομιμοποιούν τη χρήση της για ιατρικούς σκοπούς είναι πιθανόν να αυξηθεί και συνεπώς η ανάγκη για την διευκρίνιση των πιθανών θεραπευτικών αποτελεσμάτων της καθίσταται επιτακτική.
Στη συνέχεια αποσαφηνίζονται κάποιες έννοιες που αφορούν στην κάνναβη, στην επίδρασή της στις εγκεφαλικές λειτουργίες καθώς και στην θεραπευτική της δράση στην άνοια.
Τι είναι η κάνναβη;
H κάνναβη, γνωστή και ως μαριχουάνα, είναι φυτό το οποίο περιέχει τουλάχιστον 426 χημικές ενώσεις και περισσότερα από 60 αλκαλοειδή, που υπάρχουν μόνο σ’ αυτό το φυτό και ονομάζονται κανναβινοειδή. Τα πρώτα αναγνωρισμένα κανναβινοειδή ήταν η κύρια ψυχοδραστική ένωση δέλτα-9- τετραϋδροκανναβινόλης (THC) και η μη ψυχοδραστική ένωση κανναβιδιόλη (CBD).
Πώς επηρεάζει η κάνναβη τον εγκέφαλο;
Η κάνναβη επιδρά στο ενδοκανναβινονοειδές σύστημα του εγκεφάλου. Το σύστημα αυτό αποτελείται από υποδοχείς που ονομάζονται CB1 και CB2. Ο υποδοχέας CB1 βρίσκεται σε όλο τον εγκέφαλο συμπεριλαμβανομένου του ιππόκαμπου, το οποίο είναι και το κέντρο μνήμης και εκμάθησης. Ο υποδοχέας CB2 βρίσκεται κυρίως στον περιφερικό ιστό (εκτός του εγκεφάλου) αλλά και σε εξειδικευμένα κύτταρα του νευρικού συστήματος που ονομάζονται κύτταρα της μικρογλοίας. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα εμπλέκεται στη μνήμη, τη ρύθμιση της όρεξης και την αντιμετώπιση του στρες. Υπάρχουν τρεις γενικές τάξεις κανναβινοειδών, τα φυτικά κανναβινοειδή που προέρχονται από το φυτό κάνναβη, τα ενδογενή κανναβινοειδή που παράγονται από τον ίδιο τον οργανισμό και τα συνθετικά κανναβινοειδή που παράγονται στο εργαστήριο. Το συστατικό THC της κάνναβης (φυτικό κανναβινοειδές) συνδέεται κυρίως με τον υποδοχέα CB1 και διεγείρει τη δραστηριότητά του, προκαλώντας πολλά από τα συμπτώματα που σχετίζονται με την ψυχαγωγική χρήση του φαρμάκου. Πιο συγκεκριμένα, αυξάνει έμμεσα την απελευθέρωση της ντοπαμίνης, ενεργοποιώντας το ντοπαμινεργικό μονοπάτι της ανταμοιβής και παράγοντας ψυχοτρόπα αποτελέσματα. Επομένως, η THC είναι η κύρια ένωση που είναι υπεύθυνη για πολλές από τις κοινώς συσχετισμένες επιδράσεις της κάνναβης, συμπεριλαμβανομένης της αίσθησης της ευφορίας. Εναλλακτικά, η κανναβιδιόλη (CBD) δεν φαίνεται να έχει τα ίδια ψυχοτρόπα αποτελέσματα με την THC, ενώ χρησιμοποιείται συχνά σε μορφή ελαίου για τη θεραπεία χρόνιων παθήσεων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η CBD μπορεί να είναι χρήσιμη σε διάφορες ιατρικές καταστάσεις, όπως τον σοβαρό χρόνιο πόνο, τον πόνο που σχετίζεται με τον καρκίνο, το άγχος και την κατάθλιψη. Η έρευνα για την ιατρική χρήση των κανναβινοειδών οδήγησε στην ανάπτυξη και εμπορία συνθετικών κανναβινοειδών. Τα συνθετικά κανναβινοειδή χρησιμοποιούνται ως φαρμακευτικά σκευάσματα για τη μείωση του εμέτου μετά τη χημειοθεραπεία, για τη θεραπεία της σπαστικότητας στη σκλήρυνση κατά πλάκας και για τον χρόνιο πόνο στον καρκίνο και στην επιληψία.
Γιατί η κάνναβη σχετίζεται με άνοια;
Ο ιππόκαμπος, ο οποίος περιέχει τον υποδοχέα CB1, είναι γνωστό ότι είναι ευάλωτος στις υποκείμενες αιτίες της νόσου και η ατροφία σε αυτή τη δομή του εγκεφάλου συμβάλλει στα προβλήματα μνήμης και μάθησης. Επίσης τα κύτταρα της μικρογλοίας, τα οποία περιέχουν τον υποδοχέα CB2, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Μπορεί η κάνναβη να αποτρέψει ή να θεραπεύσει την άνοια;
Έντονο είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον για το ρόλο του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος στις νέες θεραπείες για τη νόσο Alzheimer. Η κύρια λειτουργία του ενδογενούς κανναβινοειδούς συστήματος (ECS) θεωρείται ότι είναι η ρύθμιση της συναπτικής μετάδοσης, διαδικασία η οποία μπορεί να διαταραχθεί σε πολλές νευρολογικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας. Η ενεργοποίηση του υποδοχέα CB1 επηρεάζει τη γνώση και τη μνήμη, αλλάζει τον έλεγχο της κινητικής λειτουργίας και προκαλεί επίπεδα αναλγησίας. Επιπλέον, ρυθμίζει διαδικασίες όπως η υπερβολική παραγωγή επιβλαβών για τον εγκέφαλο χημικών ενώσεων, όπως το γλουταμινικό οξύ που μπορεί να βλάψουν τους νευρώνες και να οδηγήσουν σε νευροεκφυλισμό. Υπάρχουν επίσης ορισμένες ενδείξεις ότι οι υποδοχείς CB2 μπορεί να εμπλέκονται στη νευροπροστασία μειώνοντας τη νευροφλεγμονή. Η εκφύλιση των νευρώνων είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό στους διάφορους τύπους άνοιας και τα νευροπροστατευτικά αποτελέσματα των κανναβινοειδών μπορεί να είναι ευεργετικά στην επιβράδυνση της εξέλιξης της άνοιας. Ορισμένες μελέτες σε πειραματικό στάδιο έχουν δείξει ότι τα συστατικά της κάνναβης, συμπεριλαμβανομένης της THC, φαίνεται να απομακρύνουν τις χαρακτηριστικές πλάκες αμυλοειδούς από τα νευρικά κύτταρα. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι η στόχευση του υποδοχέα CB2 θα μπορούσε να ελέγξει τη δραστηριότητα της μικρογλοίας , παρεμποδίζοντας την ενδεχομένως επιβλαβή υπερενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος στον εγκέφαλο. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχουν διερευνηθεί οι επιπτώσεις της κάνναβης ή των συστατικών της στις υποκείμενες αιτίες της νόσου Αλτσχάιμερ στους ανθρώπους. Ενώ οι μελέτες στο εργαστήριο είναι ελπιδοφόρες, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε σε βάθος τα ευρύτερα αποτελέσματα που μπορεί να έχουν αυτά τα συστατικά στον εγκέφαλο, προτού μπορέσουμε να μάθουμε εάν έχουν κάποιο αποτέλεσμα - θετικό ή αρνητικό - στην εξέλιξη της νόσου Αλτσχάιμερ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις μελέτες αφορούν στην μεμονωμένη χρήση ενός συστατικού της κάνναβης. Ωστόσο ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι ένα μεμονωμένο συστατικό επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τον κίνδυνο για την εμφάνιση άνοιας, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η λήψη κάνναβης θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη διακύμανση των επιπέδων των κανναβινοειδών (THC και CBD) στα διάφορα στελέχη του φυτού, έτσι ώστε τα αποτελέσματα να εξαρτώνται από τον τύπο της κάνναβης που χρησιμοποιείται.
Μπορεί η κάνναβη να θεραπεύσει μερικά από τα συμπτώματα της άνοιας;
Λίγες κλινικές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τις επιδράσεις της κάνναβης σε άτομα που πάσχουν από άνοια κι έχουν εστιάσει στην πιθανή αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση ορισμένων συμπτωμάτων της, όπως η διέγερση και η επιθετικότητα. Κάποιες από αυτές έχουν αξιολογήσει θετικά τις επιδράσεις των κανναβινοειδών στα συμπτώματα της άνοιας. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα δημοσιευμένες ανασκοπήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι μελέτες ήταν μικρής κλίμακας και χαμηλής στατιστικής σημασίας, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη ενός τεκμηριωμένου συμπεράσματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η περιστασιακή χρήση κάνναβης συνδέεται με παρενέργειες που συχνά θεωρούνται επιθυμητές (ψυχαγωγική χρήση), η μακροχρόνια χρήση ορισμένων τύπων κάνναβης (ειδικά εκείνων με υψηλή ποσότητα THC) έχει συσχετιστεί με συμπτώματα ψύχωσης. Αν και οι έως τώρα μελέτες σχετικά με την μακροχρόνια χρήση κάνναβης δίνουν αντιφατικά συμπεράσματα, πιστεύεται ότι οι χρήστες που κάνουν μακροχρόνια χρήση κάνναβης, ιδιαίτερα εκείνης που είναι υψηλής περιεκτικότητας σε THC, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γνωστικής έκπτωσης.
Συμπέρασμα
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις σε εργαστηριακό επίπεδο, ότι ορισμένα συστατικά της κάνναβης ενδέχεται να επηρεάζουν κάποιες υποκείμενες βιολογικές παθολογικές διεργασίες της άνοιας και ιδιαίτερα της νόσου Αλτσχάιμερ. Για την ώρα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δεν είναι αρκετά για να κατανοήσουμε πλήρως τον τρόπο με τον οποίο η χρήση κάνναβης επηρεάζει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας ή αν τα φαρμακευτικά σκευάσματα που προέρχονται από την επεξεργασία της μπορούν να συμβάλουν στη διαχείριση των συμπεριφορικών συμπτωμάτων της νόσου. Επιπλέον καθώς η χρήση κάνναβης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις γνωστικές λειτουργίες όπως τη μνήμη και τη σκέψη, ιδιαίτερα στους χρόνιους χρήστες, πρέπει να γίνει πολύ περισσότερη έρευνα για να διευκρινιστούν τυχόν οφέλη αλλά και παρενέργειες. Χρειάζονται επομένως κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας αλλά και χρόνος για τη συλλογή τεκμηριωμένων αποτελεσμάτων σχετικά με τη χρήση αυτών των ουσιών, προτού τα προϊόντα που προέρχονται από την κάνναβη χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας. Είναι όμως σημαντικό να θυμόμαστε ότι η κάνναβη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εάν συνυπάρχει σοβαρή νόσος του ήπατος, των νεφρών, της καρδιάς ή των πνευμόνων ή εάν υπάρχει προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό σοβαρής ψυχικής ασθένειας όπως σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή, ψύχωση ή κατάθλιψη. Τα κανναβινοειδή, φυτικά ή συνθετικά, μπορούν να αλληλεπιδράσουν με διάφορα φάρμακα, όπως με τα χάπια για τον ύπνο, τα ηρεμιστικά, τα φάρμακα για τον πόνο και την αλλεργία, κάποια αντικαταθλιπτικά, και να προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Επομένως πρέπει πάντοτε να συμβουλευόμαστε τον γιατρό μας, πριν κάνουμε χρήση φαρμακευτικής κάνναβης.
Νευρολόγοι Βόρεια Προάστια
Βασίλειος Λύρας
Λαμψάκου 4
Τ.Κ. 11528, Αθήνα
Τηλ. 2130440322, Κιν. 6944411428