Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια πολύ συχνή μεταβολική νόσος, που γίνεται όλο και πιο
συχνή με την πάροδο του χρόνου, λόγω και της συνοδού αύξησης του επιπολασμού της παχυσαρκίας και
του λανθασμένου lifestyle (westernized diet, καθιστική ζωή). Στην Ελλάδα το 10% περίπου του
πληθυσμού πάσχει σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη.
Σε αντίθεση με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενο), οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2
έχουν μεν επαρκή παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας, αλλά αυτή η ινσουλίνη δε δρα αρκετά καλά
στα όργανα στόχους της ινσουλίνης (αντίσταση στην ινσουλίνη). Για αυτό το λόγο συνήθως οι ασθενείς
με διαβήτη τύπου 2 δε χρειάζονται θεραπεία με ινσουλίνη – τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της νόσου.
Έχω διαβήτη;
Για τη διάγνωση ΣΔ τύπου 2 πρέπει να έχω είτε γλυκόζη νηστείας (σε δυο μετρήσεις) > 126 mg/dl, είτε
τυχαία γλυκόζη πλάσματος > 200 mg/dl με συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (πολυουρία, πολυδιψία,
απώλεια βάρους) ή γλυκόζη πλάσματος >= 200 mg/dl, 2 ώρες μετά από λήψη 75 gr γλυκόζης
(παθολογική καμπύλη γλυκόζης).
Θεραπεία διαβήτη τύπου 2
Βασική θεραπεία για το διαβήτη τύπου 2 είναι η μετφορμίνη, ένα φάρμακο που μειώνει την αντίσταση
στην ινσουλίνη. Νέα αντιδιαβητικά φάρμακα, όπως οι αναστολείς των συμμεταφορέα γλυκόζης/ νατρίου
και τα ανάλογα GLP-1, όχι μόνο μειώνουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αλλά προστατεύουν και την
καρδιά και τα νεφρά – βασικά όργανα στόχους του διαβήτη. Τα ανάλογα GLP-1 επιφέρουν επίσης
σημαντική απώλεια βάρους. Οι διαβητολόγοι προσπαθούν να χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα, όσο το
δυνατόν νωρίτερα στη θεραπεία του ασθενή για να αξιοποιήσουμε και τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα που
μας προσφέρουν. Η εξατομικευμένη θεραπεία (personalized medicine) με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε
ασθενή είναι προαπαιτούμενο για μια καλή ρύθμιση και σήμερα υπάρχει μεγάλη γκάμα φαρμάκων που
μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί.
Πόσο συχνά πρέπει ο ασθενής με διαβήτη τύπου 2 να εξετάζετε
από το διαβητολόγο του;
Εξαρτάται από τη ρύθμιση που έχει ο ασθενής. Σε καλά ρυθμισμένους ασθενείς, μια αξιολόγηση της
γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και της κλινικής κατάστασης του ασθενή κάθε 6 μήνες είναι αρκετή,
ενώ σε ασθενείς με αρχικά κακή ρύθμιση, μπορεί να χρειάζεται ένα πιο εντατικό follow-up μέχρι να
φθάσουμε τους στόχους που έχουμε ορίσει με βάση τις διεθνείς οδηγίες.
Ο διαβητολόγος αξιολογεί όχι μόνο τις αιματολογικές εξετάσεις και εξετάσεις ούρων (για απώλεια
πρωτεΐνης στα ούρα), αλλά πρέπει ενεργά να ψάχνει για πρώιμα στάδια επιπλοκών. Ασθενείς με ΣΔ
πρέπει να πραγματοποιούν οφθαλμολογική εξέταση σε τακτά διαστήματα καθώς ο διαβήτης μπορεί να
προσβάλλει και τα μάτια. Υπάρχει επίσης μια σειρά από μη επεμβατικά τεστ που μπορούν να γίνουν στο
ιατρείο για να διερευνηθεί εάν ο ασθενής έχει αναπτύξει διαβητική νευροπάθεια – την πιο συχνή
επιπλοκή του διαβήτη, που προδιαθέτει για την ανάπτυξη διαβητικού ποδιού. Άλλοι καρδιαγγειακοί
παράγοντες κινδύνου (υπέρταση, αυξημένη χοληστερίνη) θα πρέπει να διορθώνονται και να
ενθαρρύνονται ασθενείς που καπνίζουν να κόψουν το κάπνισμα, μιας και όλοι αυτοί οι παράγοντες
επιδεινώνουν την υγεία των αγγείων μας.
Αν έχω προδιαβήτη πρέπει να πάρω θεραπεία;
Ο προδιαβήτης ορίζεται ως γλυκόζης νηστείας > 100 και 126 mg/dl ή ως γλυκόζη 2 ώρες μετά από λήψη 75 gr γλυκόζης > 140 και > 200 mg/dl.
Δεν υπάρχει ένδειξη για έναρξη της αντιδιαβητικής θεραπείας σε
αυτό το στάδιο – το οποίο πολύ πιθανά θα οδηγήσει σε διαβήτη κάποια στιγμή στο μέλλον. Το
αξιοσημείωτο όμως είναι πως νέες μελέτες δείχνουν πως σε αυτό το στάδιο, μια σημαντική απώλεια
βάρους (της τάξης του 10% του αρχικού σωματικού βάρους) μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο εξέλιξης σε σακχαρώδη διαβήτη.